- απομωραίνω
- (αόρ. απεμώρανα) μετ.1) делать глупым; доводить до одурения, отупения; 2) ошеломлять;
απομωραίνομαι — глупеть, тупеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομωραίνομαι — глупеть, тупеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομωραίνω — (AM ἀπομωραίνω) αποβλακώνω … Dictionary of Greek
απομωραίνω — ανα, άθηκα, αμένος 1. αποβλακώνω: Τον απομώραναν τον καημένο τον παππού τους τα παλιόπαιδα. 2. κάνω κάποιον να τα χάσει: Με τις αγριοφωνάρες του τ απομώρανε το παιδί. Ουσ. απομώρανση, η το αποβλάκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
обезумляю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ἀπομωραίνω) делаю безумным, лишаю… … Словарь церковнославянского языка
εναπομωραίνω — ἐναπομωραίνω (Μ) απομωραίνω, εξευτελίζω κάτι, το καθιστώ μωρό ή μηδαμινό … Dictionary of Greek
αποβλακώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάποιον βλάκα ή περισσότερο από ό,τι ήταν βλάκα, απομωραίνω: Ήταν κουτός, τα ναρκωτικά όμως τον αποβλάκωσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)